- τριγωνομετρώ
- [тригономэтро] р. производить триангуляцию,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
τριγωνομετρώ — έω, Ν καταμετρώ με τριγωνισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριγωνομέτρης. Το ρ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Αγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek